υπόθλιψη

υπόθλιψη
η, Ν
η κατάσταση αερίου ή υγρού κατά την οποία η πίεσή του είναι μικρότερη τής κανονικής τιμής, αλλ. υποπίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + θλίψη «πίεση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”